- συμπεθεριάζω
- αμετ. родниться по браку
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συμπεθεριάζω — συμπεθεριάζω, συμπεθέριασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συμπεθεριάζω — συμπενθεριάζω ΝΜ [συμπε(ν)θερία] είμαι ή γίνομαι συμπέθερος νεοελλ. παροιμ. φρ. «αν δεν ταιριάζανε, δεν θα συμπεθεριάζανε» δηλώνει ότι κάθε άνθρωπος συναναστρέφεται με τους ομοίους του, δηλαδή με εκείνους που τού ταιριάζουν … Dictionary of Greek
συμπεθεριάζω — βλ. συμπεθερεύω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συγγαμβρεύω — Μ [σύγγαμβρος] συμπεθεριάζω … Dictionary of Greek
συμπεθερεύω — Ν [συμπέθερος] συμπεθεριάζω … Dictionary of Greek
συμπεθεριάσματα — τα, Ν [συμπεθεριάζω] το να συμπεθεριάζει κανείς … Dictionary of Greek
συμπεθεριαστής — ο, Ν [συμπεθεριάζω] προξενητής … Dictionary of Greek
συμπενθεριάζω — Μ βλ. συμπεθεριάζω … Dictionary of Greek
συμπεθερεύω — και συμπεθεριάζω συμπεθέρεψα και συμπεθέριασα, γίνομαι συμπέθερος, γίνομαι συγγενής κάποιου εξ επιγαμίας: Με το γάμο των παιδιών τους συμπεθέριασαν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)